προφαντός, -ή, -ό — και τροφαντός ή, ό για καρπούς και κυρ. για λαχανικά, αυτός που πρώτος ωριμάζει, που παρουσιάζεται πρώτος στην αγορά: Ντομάτες προφαντές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόφαντος — appearing at a distance masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφαντός — ή, ό, Ν (για καρπούς) αυτός που ωριμάζει πρώτος, τροφαντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πρόφαντος, με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
πρόφαντον — πρόφαντος appearing at a distance masc/fem acc sg πρόφαντος appearing at a distance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφάντῳ — πρόφαντος appearing at a distance masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόφαντα — πρόφαντος appearing at a distance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναφαντός — ή, ό [αναφαίνω] (για καρπούς) ο προφαντός, ο μεστός … Dictionary of Greek
πρωτόφαντος — η, ο για καρπούς και λαχανικά, αυτός που βγαίνει νωρίς, ο πρώιμος, ο προφαντός, ο πρωτόλουβος: Πρωτόφαντα λαχανικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφαντός — τροφαντός, ή, ό και τορφαντός, ή, ό (αντί προφαντός) 1. πρώιμος, πρωτόφαντος (για καρπούς): Τροφαντό πορτοκάλι. 2. μτφ., παχύς, καλοθρεμμένος, μεστωμένος (για ανθρώπους): Τροφαντό κορίτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)